22/05/2008
Τη στενή σχέση μεταξύ καινοτομικότητας μιας οικονομίας και των κλάδων
υψηλής τεχνολογίας αποτυπώνει η νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και
Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Σύμφωνα με τη μελέτη, η ανάπτυξη των κλάδων
υψηλής τεχνολογίας αν και δεν μεταφράζεται αυτόματα σε αύξηση του
καινοτομικού αποτελέσματος, ωστόσο μέσω των προϊόντων και των υπηρεσιών
του μπορεί να κινητοποιήσει πόρους, δεξιότητες και γνώση σε άλλους
κλάδους επιτρέποντας τελικά καλύτερες καινοτομικές επιδόσεις στο σύνολο
της οικονομίας.
Η μελέτη αξιοποιεί τα στοιχεία του European Innovation Scoreboard 2007,
σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα περιλαμβάνεται στην ομάδα των χωρών που
υστερούν αρκετά του μέσου όρου της ΕΕ27, καταλαμβάνοντας την 20η θέση
στην ευρωπαϊκή κατάταξη για την καινοτομία. Η ελληνική οικονομία βασίζεται σημαντικά στη μεταφορά τεχνογνωσίας και καινοτομιών από το εξωτερικό, ενώ το εθνικό περιβάλλον δεν φαίνεται να διαθέτει τις κατάλληλες συνθήκες για την ενίσχυση της ενδογενούς καινοτομίας.
Εξάλλου, από τα αποτελέσματα των κοινοτικών μετρήσεων (4η Κοινοτική
Έρευνα για την Καινοτομία (CIS 4), σε επίπεδο κλάδων, "πρωτοπόρος"
τομέας στην Ελλάδα είναι ο τομέας Τεχνολογιών Πληροφορικής και
Επικοινωνιών. Το 35,8% των ελληνικών επιχειρήσεων είχε τεχνολογική
καινοτομική δραστηριότητα κατά την περίοδο 2002-2004, ενώ το 35,1%
εισήγαγε με επιτυχία τουλάχιστον μία τεχνολογική καινοτομία στην
επιχείρηση. Από αυτές τις τεχνολογικά καινοτόμες ελληνικές επιχειρήσεις,
το 25,1% λάνσαρε κάποιο νέο προϊόν ή υπηρεσία (καινοτομία προϊόντος), ενώ
το 31,8% επέδειξε καινοτομία διαδικασίας.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει ωστόσο ότι η γνώση η οποία οδηγεί σε
καινοτομική συμπεριφορά δεν αφορά μόνο τους κλάδους με έντονο
τεχνολογικό περιεχόμενο, αλλά είναι εξίσου έντονη και σε παραδοσιακούς
κλάδους της οικονομίας (τρόφιμα, μη μεταλλικά ορυκτά κ.ά.), στους
οποίους υπάρχει συσσωρευμένη γνώση ετών που αξιοποιείται, άλλοτε με
συστηματικό και άλλοτε με μη συστηματικό τρόπο, και οδηγεί σε «κρυφή
καινοτομία». Συνεπώς η καινοτομία δεν έχει αυστηρά τεχνολογικό
περιεχόμενο. Η Ελλάδα εμφανίζει γενικά χαμηλές επιδόσεις σε
τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά υψηλότερες επιδόσεις σε μη τεχνολογικές
καινοτομίες.
Προκύπτει επομένως μία αντιφατική εικόνα: από τη μία πλευρά οι χαμηλές
επιδόσεις της Ελλάδας σε βασικούς δείκτες φανερώνουν ότι κύριες
παράμετροι του εθνικού συστήματος καινοτομίας υστερούν σε σχέση με τις
περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, ενώ από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με
τους ορισμούς που υιοθετούνται διεθνώς για την καινοτομική επίδοση των
επιχειρήσεων, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να καινοτομούν.
Αυτή η αντίφαση εξηγείται από τη συνήθη στρατηγική των ελληνικών
επιχειρήσεων να αρκούνται στην αφομοίωση της καινοτομίας, χωρίς να
δαπανούν πόρους για την ανάπτυξή της. Το κόστος του πειραματισμού που απαιτεί η διαδικασία της καινοτομίας, η ανάγκη δέσμευσης πόρων σε δραστηριότητες με ρίσκο, χωρίς βραχυσρόνια αποτελέσματα, δρα ανασταλτικά στην προώθηση της καινοτομίας στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα όμως στην Ελλάδα αναπτύσσονται ταχύτατα τα τελευταία χρόνια
οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, με περισσότερες από 26.000 επιχειρήσεις να
δραστηριοποιούνται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα με τη μελέτη
του ΙΟΒΕ, οι κλάδοι αυτοί έχουν εισέλθει σε μία φάση μεγέθυνσης και
μπορούν να αποτελέσουν νέες πηγές ανάπτυξης συνολικά για την ελληνική
οικονομία.
Αναφορικά με τις δημόσιες πολιτικές, η μελέτη συμπεραίνει ότι οι
πολυπληθείς άμεσες πολιτικές για την καινοτομία δεν επαρκούν, καθώς οι
φτωχές επιδόσεις σε βασικούς δείκτες φανερώνουν ότι δεν έχουν επιφέρει
ευρύτερα αποτελέσματα. Προκύπτει επομένως ένα ζήτημα κατά πόσο μια χώρα
σαν την Ελλάδα μπορεί απλώς να περιοριστεί στις καλές εκροές μέσω
ενσωμάτωσης της γνώσης που παράγεται αλλού, χωρίς να συμμετέχει στη
διαδικασία παραγωγής της. Επομένως, οι άμεσες πολιτικές θα πρέπει να
στραφούν και προς την επιβράβευση και ανάδειξη των εκροών από τον εθνικό
αγωγό καινοτομίας. Αυτό που φαίνεται όμως κρίσιμο για τη σύγκλιση της
ελληνικής οικονομίας με τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές και σε αυτό το
επίπεδο, είναι ένας συνολικός προσανατολισμός όλων των πολιτικών στην
καινοτομία ώστε να διαμορφωθεί ένα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον πιο
"φιλικό" για την καινοτομία. Θα πρέπει, τέλος, να αναπτυχθούν και
έμμεσες πολιτικές (π.χ. επιχειρηματική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική)
που θα υποστηρίζουν την ανάπτυξη της ικανότητας απορρόφησης των νέων
εξελίξεων και της δημιουργικότητας.
www.ekt.gr, με πληροφορίες από ΙΟΒΕ