Η κρατική στρατηγική για Ε&ΤΑ και Καινοτομία την προηγούμενη δεκαετία
περιελάμβανε παρεμβάσεις για τον εμπλουτισμό του ελληνικού ερευνητικού
ιστού και, δευτερευόντως, για την ενίσχυση της βιομηχανικής έρευνας. Η
συγκεκριμένη προσπάθεια είχε ως αποτελέσματα την αύξηση των δαπανών για
την έρευνα από 0,2του ΑΕΠ (1980) σε 0,7 του ΑΕΠ (1999) και τον
διπλασιασμό των επιχειρήσεων με δραστηριότητες Ε&ΤΑ.
Ωστόσο, η διάρθρωση της δαπάνης για Ε&ΤΑ εξακολουθεί να μην είναι
ισορροπημένη, με υπεροχή του δημόσιου τομέα έναντι του ιδιωτικού. Ο
δημόσιος τομέας συνεισφέρει πάνω από το 70των δαπανών για Ε&ΤΑ (εθνική
και κοινοτική χρηματοδότηση), έναντι 25του ιδιωτικού, ενώ ο ευρωπαϊκός
μέσος όρος είναι 44,2και 53,9αντιστοίχως. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό
του συστήματος έχει ως αποτέλεσμα οι καλές επιδόσεις των ελληνικών
ερευνητικών ομάδων στα κοινοτικά προγράμματα Ε&ΤΑ να μην οδηγούν σε
ανάλογη έκφραση της ερευνητικής προσπάθειας σε οικονομικούς όρους.
Η αλλαγή αυτών των συσχετισμών και η συνολική εξισορρόπηση του
συστήματος αποτελούν κεντρικούς στόχους της κρατικής πολιτικής Ε&ΤΑ κατά
την επόμενη πενταετία (2001-2006). Κεντρικός άξονας των υπό ανάπτυξη
δράσεων είναι το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και πεδίο εφαρμογής τους
τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Και στις δύο
περιπτώσεις, οι ενέργειες αποσκοπούν στη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας
χρηστών στον χώρο των νέων τεχνολογιών, ώστε να ενισχυθεί η ερευνητική
δραστηριότητα τόσο στο επίπεδο της προσφοράς όσο και της ζήτησης.